- θυτικῇ
- θυτικόςoffem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυτική — θυτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EXTISPICES — ab extis inspiciendis dicti sunt olim Auspices, qui e victimatum in aris occisarum visceribus, ex artis suae quae Extispicina dicta est, disciplina consideratis, sutura praedicebant; de qua Cic. Extis, inquit, omnes fere utimur. Haec viguit… … Hofmann J. Lexicon universale
θυτικός — θυτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θυσία ή είναι χρήσιμος για τη θυσία 2. αυτός που επιδίδεται σε θυσίες 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυτική (ενν. τέχνη) η μαντική, η τέχνη τού ιεροσκόπου, τού μάντη 4. φρ. «θυτική μαντεία» η μαντεία… … Dictionary of Greek
вълшьскыи — (1*) пр. к вълхвъ: Ни волшьска˫а требна˫а проповѣдь пропорна. и халдѣиска˫а астрономи˫а. (μάγων θυτική) ГБ XIV, 16в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
TRAPEZA — I. TRAPEZA Graec. Τράπεξα, quasi Τετράπεξα, a 4. pedibus, quae simplex erat et prisca mensarum forma, mensa est: unde Trapezopoei, servi mensam curantes; et Canes Trapezitae, de quibus supra; et Trapezophorus, in l. 3. ff. de supell. leg. statua… … Hofmann J. Lexicon universale
εγγύη — ἐγγύη, η (AM) ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια αρχ. 1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση 2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας τής νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες 3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν… … Dictionary of Greek
θυστάς — θυστάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία, θυσιαστήρια, θυτική (α. «θυστάδος βοῆς» τής κραυγής που ακούγεται κατά την προσφορά θυσίας, Αισχύλ. β. «θυστάδες λιταί» προσευχές θυσιαστήριες, προσευχές που συνοδεύουν θυσία, Σοφ.) 2 … Dictionary of Greek
ωοθυτική — η, Ν η ωοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θυτική (ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. θυτικός < θύω «θυσιάζω»)] … Dictionary of Greek